ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D
Οι δύο κύριες μορφές της λιποδιαλυτής βιταμίνης D είναι η βιταμίνη D2 (ή εργοκαλσιφερόλη) και η βιταμίνη D3 (ή χοληκαλσιφερόλη). Η βιταμίνη D2 προέρχεται από διαιτητικές πηγές ενώ η βιταμίνη D3 παράγεται στο δέρμα όταν εκτίθεται στο ηλιακό φως και πιο συγκεκριμένα στην υπεριώδη ακτινοβολία B (UVB). Κατ' αυτό τον τρόπο, η 7- δεϋδροχοληστερόλη αντιδρά με το UVB φως σε μήκη κύματος μεταξύ 270 και 300 nm για να παράγει βιταμίνη D3.
Η βιταμίνη D αφού παραχθεί στο δέρμα ή προσληφθεί από τα τρόφιμα, μετατρέπεται στο ήπαρ και τους νεφρούς στην 1,25- διυδροξυβιταμίνη D (1,25 [OH]2D) που αποτελεί τη δραστική μορφή της βιταμίνης D και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία. Η βιταμίνη D ρυθμίζει τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα προάγοντας την απορρόφησή τους από την τροφή στο έντερο και προάγοντας την επαναρρόφηση του ασβεστίου στα νεφρά. Αυτό επιτρέπει τη φυσιολογική πρόσληψη του ασβεστίου στα οστά, αναγκαία για την ανάπτυξη και ανάπλασή τους. Η βιταμίνη D αναστέλλει την έκκριση της παραθορμόνης από τους παραθυροειδείς αδένες και προάγει τις λειτουργίες του ανοσοποιητικού συστήματος με την αύξηση της φαγοκυττάρωσης, την αντικαρκινική δράση και άλλες ανοσορυθμιστικές λειτουργίες.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D
Η έλλειψη της βιταμίνης D μπορεί να προκύψει από ανεπαρκή διαιτητική πρόσληψη, από ανεπαρκή έκθεση στο ηλιακό φως, από σύνδρομα δυσαπορρόφησης, από ηπατικές ή νεφρικές διαταραχές, ή από έναν αριθμό κληρονομικών μεταβολικών διαταραχών. Η έλλειψή της προκαλεί μειωμένη εναπόθεση ασβεστίου στα οστά και οδηγεί σε νοσήματα των οστών (ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία στους ενήλικες). Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D μπορεί επίσης να συμβάλλει στην ανάπτυξη της οστεοπόρωσης ενώ συνδέεται με αύξηση της αρτηριακής πίεσης και του κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η ικανότητα του δέρματος για μετατροπή της 7-δεϋδροχοληστερόλης σε βιταμίνη D3 μειώνεται και ταυτόχρονα, η ικανότητα των νεφρών να μετατρέψει την D2 στην ενεργή μορφή της μειώνεται με την ηλικία, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη για αυξημένη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε ηλικιωμένα άτομα.
Τα κορτικοστεροειδή φάρμακα μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα της βιταμίνης D μειώνοντας την απορρόφηση του ασβεστίου. Τα βαρβιτουρικά και η φαινυτοΐνη μειώνουν τα επίπεδα της βιταμίνης D, αυξάνοντας τον ηπατικό μεταβολισμό της βιταμίνης D σε ανενεργούς μεταβολίτες.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D
Η μέτρηση της βιταμίνης D γίνεται με τη λήψη φλεβικού αίματος. Συνήθως μετρώνται τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D2 και D3 και υπολογίζεται το σύνολο της 25-υδροξυβιταμίνης D. Η 1,25 -διυδροξυβιταμίνη D (ο ενεργός μεταβολίτης της βιταμίνης D) συνιστάται να εξετάζεται σε ασθενείς που έχουν συμπτώματα ανεπάρκειας της βιταμίνης D ακόμα και αν έχουν φυσιολογικά επίπεδα της συνολικής βιταμίνης D.
Τιμές Αναφοράς
25-Υδροξυβιταμίνη D
- Σοβαρή έλλειψη: <10.0 ng/ml
- Μέτρια έλλειψη: 10.0 - 24.9 ng/ml
- Βέλτιστο: 25.0 - 80.0 ng/ml
- Υπερβιταμίνωση: >80.0 ng/ml
1,25- ΔιυδροξυΒιταμίνη
- Άνδρες:18.0 - 64.0 pg/ml
- Γυναίκες: 18.0 - 78.0 pg/ml
- Παιδιά: 24.0 - 86.0 pg/ml
25- υδροξυβιταμίνη D
H 25- υδροξυβιταμίνη D χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί πιθανή αδυναμία των οστών, οστική δυσμορφία, ή μη φυσιολογικός μεταβολισμός του ασβεστίου (που αντικατοπτρίζεται από μη φυσιολογικό ασβέστιο, φώσφορο, παραθυροειδή ορμόνη) ως αποτέλεσμα έλλειψης ή περίσσειας βιταμίνης D. Μελέτες δείχνουν πως το 50% των ηλικιωμένων και των γυναικών που θεραπεύεται για οστεοπόρωση ίσως παρουσιάζει έλλειψη βιταμίνης D. Η εξέταση 25- υδροξυβιταμίνης D ζητείται πριν το άτομο ξεκινήσει την θεραπευτική αγωγή για την οστεοπόρωση. Μερικές θεραπείες για την οστεροπόρωση περιλαμβάνουν και τη λήψη συγκεκριμένης δόσης βιταμίνης D. Αφού η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή και απορροφάται από το έντερο ως λίπος, χρησιμοποιείται μερικές φορές για την παρακολούθηση ατόμων με νόσους που παρεμβαίνουν στην απορρόφηση του λίπους, όπως είναι η κυστική ίνωση και η νόσος του Crohn, και σε ασθενείς που έχουν κάνει εγχείρηση γαστρικού bypass και ενδέχεται να μην μπορούν να απορροφήσουν επαρκή ποσοστά αυτής.
1,25- διυδροξυβιταμίνη D
Αν τα επίπεδα ασβεστίου είναι υψηλότερα από τα φυσιολογικά ή ο ασθενής πάσχει από νόσο που προκαλεί την παραγωγή περίσσειας βιταμίνης D, όπως η σαρκοείδωση ή κάποιες μορφές λεμφώματος, τότε ζητείται η εξέταση της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D. Σπάνια, αυτή η εξέταση μπορεί να ζητηθεί αν υπάρχει υποψία ανωμαλιών της α1-υδροξυλάσης.
ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των μεθόδων μέτρησης της βιταμίνης D, που δυσχεραίνουν την δημιουργία ενός παγκόσμιου εύρους τιμών αναφοράς. Η μέτρηση της ολικής 25-υδροξυβιταμίνης D (D2+D3) είναι ο κατάλληλος δείκτης επιπέδων βιταμίνης D. Σήμερα, δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με το ποιο επίπεδο υποδηλώνει ανεπάρκεια.
25-υδροξυβιταμίνη D
Χαμηλά επίπεδα της 25- υδροξυβιταμίνης D ενδέχεται να σημαίνουν μειωμένη έκθεση στο ηλιακό φως ή μειωμένη πρόσληψη διαιτητικής βιταμίνης D για να καλύψει τις ανάγκες του σώματος ή προβληματική απορρόφηση από τα έντερα. Περιστασιακά, φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία των επιληπτικών κρίσεων, κυρίως το Dilantin, μπορεί να παρεμβαίνουν στην παραγωγή της 25- υδροξυβιταμίνης D στο συκώτι. Υψηλά επίπεδα 25- υδροξυβιταμίνης D συνήθως δείχνουν περίσσεια συμπληρωμάτων από βιταμινούχα χάπια ή άλλων ειδών διατροφικών συμπληρωμάτων.
1,25- διυδροξυβιταμίνη D
Χαμηλά επίπεδα 1,25-διυδροξυβιταμίνης D παρουσιάζονται σε νόσους των νεφρών και είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα που παρουσιάζουν άτομα με πρόδρομη νεφρική ανεπάρκεια. Υψηλά επίπεδα 1,25- διυδροξυβιταμίνης D παρουσιάζονται σε περίπτωση περίσσειας της παραθυροειδούς ορμόνης, ή σε νόσους όπως η σαρκοΐδωση ή μερικοί τύποι λεμφωμάτων, που οδηγούν στην παραγωγή της βιταμίνης εξωτερικά των νεφρών.